- νεφρ(ο)-
- α' συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου το νεφρ(ο)- ως α' συνθετικό δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα (μαρτυρούνται μόνο οι λ. νεφρο-ειδής, νεφρο-μήτρα), στη Νέα Ελληνική το νεφρ(ο)εμφανίζεται σε πολλές λ.: νεφραγγειακός, νεφραλγία, νεφρεκτομία, νεφροαγγειοσκλήρωση, νεφρογενής, νεφρογραφία, νεφροκήλη, νεφροκύτταρο, νεφρολεπίς, νεφρολιθίαση, νεφρόλιθος, νεφρολιθοτομία, νεφρολογία, νεφρολόγος, νεφρόλυση, νεφρονεύρωση, νεφροπάθεια, νεφροπηξία, νεφρόπονος, νεφρόπτωση, νεφροπύηση, νεφρορραγία, νεφρορραφία, νεφροσκλήρυνση, νεφροστομία, νεφροστόμιο, νεφροτομία, νεφροτοξίνη, νέφρωψ.
Dictionary of Greek. 2013.