νεφρ(ο)-

νεφρ(ο)-
α' συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου το νεφρ(ο)- ως α' συνθετικό δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα (μαρτυρούνται μόνο οι λ. νεφρο-ειδής, νεφρο-μήτρα), στη Νέα Ελληνική το νεφρ(ο)εμφανίζεται σε πολλές λ.: νεφραγγειακός, νεφραλγία, νεφρεκτομία, νεφροαγγειοσκλήρωση, νεφρογενής, νεφρογραφία, νεφροκήλη, νεφροκύτταρο, νεφρολεπίς, νεφρολιθίαση, νεφρόλιθος, νεφρολιθοτομία, νεφρολογία, νεφρολόγος, νεφρόλυση, νεφρονεύρωση, νεφροπάθεια, νεφροπηξία, νεφρόπονος, νεφρόπτωση, νεφροπύηση, νεφρορραγία, νεφρορραφία, νεφροσκλήρυνση, νεφροστομία, νεφροστόμιο, νεφροτομία, νεφροτοξίνη, νέφρωψ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… …   Dictionary of Greek

  • ητριαίος — ἠτριαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο υπογάστριο, τού υπογαστρίου,τής κοιλιάς 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἠτριαῑον το στομάχι, η κοιλιά 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡτριαία η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρον «υπογάστριος» + ιαίος (πρβλ. νεφρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • κεγχρίτης — κεγχρίτης, ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, ίτιδος (Α) 1. όμοιος με σπόρο κεχριού 2. το φίδι κεγχρίας* 3. το πτηνό κεγχρίς* 4. ονομασία λίθου, τού οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με κεχρί κατά την τριβή 5. φρ. «κεγχρῑτις ἰσχάς» σύκο ξερό με πολλούς σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • νέφρωμα — και νεφρώμιο, το βοτ. γένος δισκολειχήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephroma (< νεφρ[ο] * + ωμα)] …   Dictionary of Greek

  • νέφρωση — η ιατρ. παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις εκφυλιστικές παθήσεις τών νεφρών χωρίς φλεγμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrosis (< νεφρ[ο] * + ωση)] …   Dictionary of Greek

  • νέφρωψ — ο ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοφιδών, κν. αστακογαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrops (< νεφρ[ο] * + ὤψ «όψη»)] …   Dictionary of Greek

  • νεφρογραφία — η ιατρ. ακτινολογική εικόνα τού νεφρικού παρεγχύματος, η οποία λαμβάνεται κατά την ουρογραφία, όταν η σκιερή ουσία περνά μέσα από τις αρχικές ενδονεφρικές απεκκριτικές οδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephrographie (< νεφρ[ο] * +… …   Dictionary of Greek

  • νεφροκύτταρο — το βιολ. εξειδικευμένο κύτταρο που έχει απεκκριτική λειτουργία και το οποίο προέρχεται από τη διαφοροποίηση κυττάρων τού περιτοναίου που καλύπτει το κοίλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrocyte (< νεφρ(ο) * + κύτταρο)] …   Dictionary of Greek

  • νεφρολεπίς — η βοτ. γένος πτεριδοφύτων τής τάξης πολυποδιώδη και τής οικογένειας πολυποδιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrolepis (< νεφρ[ο] * + λεπίς). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • νεφρολιθίαση — Ιατρικός όρος, που δηλώνει την παρουσία λίθων στα νεφρά. Βλ. λ. λιθιάσεις· νεφροπάθειες. * * * η ιατρ. σχηματισμός μονήρων ή πολλαπλών συγκριμάτων διαφόρων αλάτων στους κάλυκες και στην πύελο τών νεφρών, αλλά και στο νεφρικό παρέγχυμα, υπό μορφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”